- προτρώγω
- προτρώγω,A eat beforehand, Hp.Morb.2.15,70;
σκόρδον Gp.12.30.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκόρδον Gp.12.30.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προτρώγω — ΜΑ [τρώγω] τρώω κάτι προηγουμένως … Dictionary of Greek